μήτηρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μητηρ- μητερ- μητρ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | μήτηρ | αἱ | μητέρες | |
| γενική | τῆς | μητρός & ποιητικό:μητέρος |
τῶν | μητέρων | |
| δοτική | τῇ | μητρῐ́ & στον Όμηρο, και μητέρῐ |
ταῖς | μήτρᾰ́σῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | μητέρᾰ | τὰς | μητέρᾰς | |
| κλητική ὦ! | μῆτερ | μητέρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μητέρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μητέροιν | |||
| Το «μήτηρ», αν και οξύτονο, ακολουθεί τον τονισμό στις πλάγιες πτώσεις όπως στην κλίση του «πατήρ». | |||||
| 3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «μήτηρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μήτηρ < πρωτοελληνική *mā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα)
- δωρικός τύπος : μάτηρ
Πηγές
- μήτηρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήτηρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.