μαμά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαμά οι μαμάδες
      γενική της μαμάς των μαμάδων
    αιτιατική τη μαμά τις μαμάδες
     κλητική μαμά μαμάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαμά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάμμα με μετακίνηση του τόνου με την επίδραση της γαλλικής maman και ορθογραφική απλοποίηση των ⟨μμ⟩ < αρχαία ελληνική μάμμη, (στην παιδική γλώσσα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαμά

Ουσιαστικό

μαμά θηλυκό

  1. (οικογένεια, χαϊδευτικό) η μητέρα, γυναίκα που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει
  2. (επιφωνηματικά) μαμά μου! (για ξαφνικό φόβο)
     συνώνυμα: Παναγίτσα μου!, Θεούλη μου!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.