μανούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανούλα οι μανούλες
      γενική της μανούλας
    αιτιατική τη μανούλα τις μανούλες
     κλητική μανούλα μανούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανούλα < μάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα (χωρίς υποκοριστική σημασία)

Ουσιαστικό

μανούλα θηλυκό

  1. (χαϊδευτικό) για τη λέξη μάνα
      Μάνα, μανούλα, πες μου ένα παραμύθι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  2. (λαϊκότροπο) για κάποιον που είναι πολύ καλός σε κάτι -αρνητικό συνήθως
    Σε γέλασε πάλι! Αφού ξέρεις ότι ο Κώστας είναι μανούλα σ' αυτά.

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.