Mutter

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Mutter die Mütter
γενική der Mutter der Mütter
δοτική der Mutter den Müttern
αιτιατική die Mutter die Mütter

Ετυμολογία

Mutter < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική muoter < παλαιά άνω γερμανική muoter < πρωτογερμανική *mōder < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmʊtɐ/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Mutter

Ουσιαστικό

Mutter (de) θηλυκό

  • (οικογένεια) η μητέρα
    Meine Mutter hat fünf Kinder geboren.
    Η μητέρα μου έχει γεννήσει πέντε παιδιά.
     αντώνυμα: Vater

Χαϊδευτικά

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Mutter στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Mutter - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

Mutter < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mutter αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Mutter < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Mutter αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.