μητρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητρότητα οι μητρότητες
      γενική της μητρότητας των μητροτήτων
    αιτιατική τη μητρότητα τις μητρότητες
     κλητική μητρότητα μητρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μητρότης < μήτηρ

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈtɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μητρότητα

Ουσιαστικό

μητρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα της μητέρας
  2. ο πόθος της μητέρας να έχει παιδιά και επίσης η αγάπη της προς αυτά
      Εκκλησία χωρίς γυναίκες είναι σαν το κολέγιο των Αποστόλων χωρίς τη Θεοτόκο. O ρόλος των γυναικών στην Εκκλησία δεν είναι απλός όσο αυτός της μητρότητας, αλλά πολύ ευρύτερος: είναι ακριβώς το να είναι εικόνα της Θεοτόκου που βοηθά την Εκκλησία να προοδεύει (Eleni Kasselouri-Hatzivassiliadi, Niki Papageorgiou, Petros Vassiliadis, Deaconesses, the Ordination of Women and Orthodox Theology, κεφ. Οι παρεμβάσεις του Πάπα Φραγκίσκου Α΄, 2018, σελ. 475)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.