μανίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανίτσα οι μανίτσες
      γενική της μανίτσας
    αιτιατική τη μανίτσα τις μανίτσες
     κλητική μανίτσα μανίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανίτσα < μάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

μανίτσα θηλυκό

  1. τρυφερή έκφραση για τη μητέρα
    Μανίτσα θέλω κι άλλο γλυκό!
  2. (προσφώνηση) προσφώνηση φίλης, συναδέλφου κ.λπ., όχι απαραίτητα όμως τρυφερός
    Σου είπα να μην το κάνεις έτσι μανίτσα μου, τώρα πρέπει να το ξαναφτιάξεις απ' την αρχή
  3. γλυκόλογο στην σύζυγο, ερωμένη ή, υποτίθεται και ως κοπλιμέντο, σε άγνωστη γυναίκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.