μανουλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανουλίτσα | οι | μανουλίτσες |
| γενική | της | μανουλίτσας | — | |
| αιτιατική | τη | μανουλίτσα | τις | μανουλίτσες |
| κλητική | μανουλίτσα | μανουλίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανουλίτσα < υποκοριστικό του μανούλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.