fort
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | fort | forts |
| θηλυκό | forte | fortes |
fort (fr)
- δυνατός
- il est très fort - είναι πολύ δυνατός
- elle est forte en maths - είναι πολύ καλή στα μαθηματικά
- εύσωμος
- c'est une femme assez forte - είναι μια αρκετά εύσωμη γυναίκα
- γερός
- (μεταφορικά) συναισθηματικά έντονος
- une expérience forte - μια έντονη εμπειρία
Επίρρημα
fort (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fort | forts |
fort (fr) αρσενικό
- κάστρο
- le fort est construit sur un rocher - το κάστρο έχει χτιστεί πάνω σε έναν βράχο
Εκφράσεις
- c'est fort en chocolat: έχει μεγάλη περιεκτικότητα σοκολάτας, έχει έντονη γεύση σοκολάτας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.