fort

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fort forts
θηλυκό forte fortes

fort (fr)

  1. δυνατός
    il est très fort - είναι πολύ δυνατός
    elle est forte en maths - είναι πολύ καλή στα μαθηματικά
  2. εύσωμος
    c'est une femme assez forte - είναι μια αρκετά εύσωμη γυναίκα
  3. γερός
  4. (μεταφορικά) συναισθηματικά έντονος
    une expérience forte - μια έντονη εμπειρία

Επίρρημα

fort (fr)

  1. δυνατά
    baisse le volume, c'est très fort ! - κατέβασε τον ήχο, παίζει πολύ δυνατά
  2. πολύ
    le repas fut fort honnête - το γεύμα ήταν πολύ καθώς πρέπει (Jean de la Fontaine, Rat de ville et Rat des champs)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fort forts

fort (fr) αρσενικό

  1. κάστρο
    le fort est construit sur un rocher - το κάστρο έχει χτιστεί πάνω σε έναν βράχο

Εκφράσεις

  • c'est fort en chocolat: έχει μεγάλη περιεκτικότητα σοκολάτας, έχει έντονη γεύση σοκολάτας



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Επίρρημα

fort (de)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.