ab

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

ab (fr) αρσενικό

  1. ο ενδέκατος μήνας του ιουδαϊκού ημερολογίου



Γερμανικά (de)

Προφορά

ΔΦΑ : /ap/

Πρόθεση

ab (de) (με δοτική)

  1. (τοπικό) από
  2. (χρονικό) από
  3. απόκαι πάνω

Επίρρημα

ab (de)


Λατινικά (la)

Πρόθεση

ab (la) & a & abs

Σημείωση

Ο τύπος ăb τίθεται πριν από λέξη που αρχίζει από σύμφωνο, φωνήεν και το δασύ h. Υπάρχει και ο τύπος ā, που τίθεται πριν από λέξεις που αρχίζουν από σύμφωνο καθώς και ο τύπος abs (σπάνιος), πριν από λέξεις που αρχίζουν από c, q, t. Συντάσσονται με αφαιρετική.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.