far

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός far
συγκριτικός farther / further
υπερθετικός farthest / furthest / farthermost / furthermost

far (en)

  • μακρινός
    The park reaches as far as the river.
    Το πάρκο φτάνει ως το ποτάμι.

Επίρρημα

παραθετικά
θετικός far
συγκριτικός farther / further
υπερθετικός farthest / furthest

far (en)

  1. μακριά, μεγάλη απόσταση
    With gestures he was trying from far away to get me to understand what he wanted.
    Με χειρονομίες προσπαθούσε από μακριά να μου δώσει να καταλάβω αυτό που ήθελε.
  2. μακριά, αργώ, μεγάλο χρονικό διάστημα από το παρόν. για μεγάλο μέρος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
    Vacation is not far off.
    Δεν θ' αργήσουν οι διακοπές.

Εκφράσεις

Πηγές



Αλβανικά (sq)

Ουσιαστικό

far (sq) (οριστικός τύπος: fari)



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

far (da) κοινό

Συνώνυμα



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

far (no)

Συνώνυμα



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

far (ro)



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

far (sv)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.