μακρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρινός | η | μακρινή | το | μακρινό |
| γενική | του | μακρινού | της | μακρινής | του | μακρινού |
| αιτιατική | τον | μακρινό | τη | μακρινή | το | μακρινό |
| κλητική | μακρινέ | μακρινή | μακρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακρινοί | οι | μακρινές | τα | μακρινά |
| γενική | των | μακρινών | των | μακρινών | των | μακρινών |
| αιτιατική | τους | μακρινούς | τις | μακρινές | τα | μακρινά |
| κλητική | μακρινοί | μακρινές | μακρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακρινός < μεσαιωνική ελληνική < μακριά
Επίθετο
μακρινός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
- μακρινές χώρες
- που συμβαίνει σε ή προέρχεται από έναν τόπο που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
- ακούγονταν κάτι μακρινές φωνές
- που συμβαίνει ή αναφέρεται σε μια εποχή που απέχει χρονικά πολύ από το παρόν (είτε στο παρελθόν ή στο μέλλον)
- οι επιστήμονες δεν έχουν αποφανθεί ακόμη αν τα απολιθώματα αυτά ανήκουν σε κάποιον μακρινό μας πρόγονο ή σε άλλο είδος
- αυτή η προοπτική είναι ακόμη πολύ μακρινή
- (μεταφορικά)
- μας επισκέφτηκαν κάτι μακρινοί μας συγγενείς που είχαμε να τους δούμε χρόνια
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.