μακραίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακραίνω < μεσαιωνική ελληνική μακραίνω

Ρήμα

μακραίνω , πρτ.: μάκραινα, στ.μέλλ.: θα μακρύνω, αόρ.: μάκρυνα (δεν έχει μεσοπαθητική φωνή)

  1. τραβάω κάτι σε μάκρος, το παρατραβάω
    Φτάνει ως εδώ, μην το μακραίνεις κι άλλο!
  2. κάνω πιο μακρύ ένα ρούχο ή κάτι που ανήκει στο σώμα μου
    Μακραίνω τη φούστα, το παντελόνι
    Αποφάσισες να μακραίνεις τα μαλλιά σου;/τα νύχια σου
  3. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω
    Το πλοίο μάκρυνε κι έβλεπες μόνο τον καπνό από το φουγάρο...

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.