μακράν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μακράν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακράν
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈkɾan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κράν
Επίρρημα
μακράν
Πηγές
- μακράν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίρρημα
μακράν
- μακριά
- ↪ μακράν λελειμμένος (έχοντας μείνει πολύ πίσω)
- σε μεγάλη χρονική διάρκεια
- ↪ μακράν λέγειν (μιλώντας επί πολλή ώρα)
- ιωνικός τύπος : μακρήν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μακρός
Ετυμολογία 2
- μακράν: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μακράν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακράν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.