μακρύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρύς | η | μακριά | το | μακρύ |
| γενική | του | μακριού & μακρύ |
της | μακριάς | του | μακριού & μακρύ |
| αιτιατική | τον | μακρύ | τη | μακριά | το | μακρύ |
| κλητική | μακρύ | μακριά | μακρύ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακριοί & μακρείς |
οι | μακριές | τα | μακριά |
| γενική | των | μακριών | των | μακριών | των | μακριών |
| αιτιατική | τους | μακριούς & μακρείς |
τις | μακριές | τα | μακριά |
| κλητική | μακριοί & μακρείς |
μακριές | μακριά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακρύς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακρύς < αρχαία ελληνική μακρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈkɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρύς
Επίθετο
μακρύς, -ιά, -ύ και μακριός, συγκριτικός : μακρύτερος, υπερθετικός : μακρύτατος
Συγγενικά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μακρύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μακρ(ός) + μεταπλασμός σε -ύς
Επίθετο
μακρύς
- → ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
- μακρυ- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα μακρυ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- μακρύς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.