μάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάντης* οι μάντεις
      γενική του μάντη των μάντεων
    αιτιατική τον μάντη τους μάντεις
     κλητική μάντη μάντεις
* Και θηλυκό «η μάντις» από τα αρχαία με πληθυντικό «οι μάντιδες».
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάντης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάντης[1] < αρχαία ελληνική μάντις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈman.dis/[1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάντης

Ουσιαστικό

μάντης αρσενικό (θηλυκό μάντισσα)

  1. πρόσωπο που ερμηνεύει τα σημάδια που θεωρείται ότι στέλνουν οι θεοί και δίνει χρησμούς· εκείνος που αποκαλύπτει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάπου αλλού και ποιες δυνάμεις επηρεάζουν μια κατάσταση, που προφητεύει ή προλέγει τι θα συμβεί στο μέλλον
    άλλη γραφή : μάντις
  2. (κυπριακά: σκωπτικό) άτομο που κατάγεται από την πόλη της Λάρνακας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Εκφράσεις

  • μάντης είσαι;: ειρωνική φράση που λέγεται όταν κάποιος βρίσκει την απάντηση σε κάτι το προφανές

Συνώνυμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μαντ- 

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μάντης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάντ(ις) με μεταπλασμό + -ης

Ουσιαστικό

μάντης αρσενικό

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μαντ- 
  • ἀρνιομάντις
  • ἐκμαντεύομαι
  • κακομαντευτός
  • λεκανομάντευμα
  • λεκανομάντης
  • λιβανομάντις
  • μαγομάντης
  • μαντεία
  • -μαντεία Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό
  • μαντεῖον
  • μαντεμός
  • μαντεολόγος
  • μαντεύγω
  • μάντευμα
  • μάντευσις
  • μαντευτήριον
  • μαντευτής
  • μαντευτικός
  • μαντεύτρια
  • μαντεύω
  • μαντικός
  • μάντισσα
  • μαντολόγημα
  • μαντολόγος
  • νεκυομάντης
  • νερτερομάντις
  • ὀνειρομαντεῖον
  • ὀρνιθομάντης
  • πιβακτορομαντεία
  • προμάντευμα
  • προσμαντεύομαι
  • προσαπομαντεύομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.