χειρομάντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χειρομάντης | οι | χειρομάντες |
| γενική | του | χειρομάντη | των | χειρομαντών |
| αιτιατική | τον | χειρομάντη | τους | χειρομάντες |
| κλητική | χειρομάντη | χειρομάντες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χειρομάντης αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο το οποίο μαντεύει παρατηρώντας τις γραμμές στο χέρι μας.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.