προμαντεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προμαντεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προμαντεύω < αρχαία ελληνική προμαντεύομαι < προ- + μάντις
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.manˈde.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐μα‐ντεύ‐ω
Ρήμα
προμαντεύω, αόρ.: προμάντεψα/-ευσα, παθ.φωνή: προμαντεύομαι, π.αόρ.: προμαντεύτηκα/-εύθηκα, μτχ.π.π.: προμαντευμένος [1]
Συγγενικά
- προμάντεμα
- → δείτε τις λέξεις προ και μάντης
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
προμαντεύω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- προμαντεύω < αρχαία ελληνική προμαντεύομαι με σχηματισμό ενεργητικού τύπου σε -εύω < προ- + μάντις
- (καθαρεύουσα)
- ※ Γνωστὸν ὅτι, ἀκριβέστερον τῶν βαρομέτρων, τῶν ὑγρομέτρων καὶ τῶν θερμομέτρων, προμαντεύουσι τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ τὰ ζῶα, τά τε τετράποδα, καὶ τὰ δίποδα. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Πηγές
- προμαντεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.