μαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντεία οι μαντείες
      γενική της μαντείας των μαντειών
    αιτιατική τη μαντεία τις μαντείες
     κλητική μαντεία μαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαντεία

Ουσιαστικό

μαντεία θηλυκό

  1. ο χρησμός
  2. η μαντική τέχνη

Σύνθετα

  • -μαντεία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαντεία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαντεία

Ουσιαστικό

μαντεία θηλυκό

  1. η μαντεία. χρησμολογία
  2. μαντική τέχνη
  3. μαγική πράξη

Σύνθετα

  • -μαντεία Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό

όπως

  • ἀερομαντεία
  • αἱματομαντεία
  • ἀλεκτορομαντεία
  • ἀλεκτρομαντεία
  • ἀλευρομαντεία
  • ἀνδριαντομαντεία
  • ἀνδριομαντεία
  • ἀστερομαντεία
  • γεωμαντεία
  • κριθαρομαντεία
  • κρυσταλλομαντεία
  • λεκανομαντεία
  • νεκρομαντεία
  • οἰνομαντεία
  • ὀνειρομαντεία
  • ὀρθομαντεία
  • ὀρνεομαντεία
  • ὀρνιθομαντεία

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μαντεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μαντεία θηλυκό

  1. το χάρισμα να μαντεύω
  2. το μέσον με το οποίο μαντεύω
  3. το μαντείο

Σύνθετα

  • -μαντεία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -μαντεία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.