μάντισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάντισσα οι μάντισσες
      γενική της μάντισσας των μαντισσών
    αιτιατική τη μάντισσα τις μάντισσες
     κλητική μάντισσα μάντισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάντισσα < μάντης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

μάντισσα θηλυκό

==Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.