μάντισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάντισσα | οι | μάντισσες |
| γενική | της | μάντισσας | των | μαντισσών |
| αιτιατική | τη | μάντισσα | τις | μάντισσες |
| κλητική | μάντισσα | μάντισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
==Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.