ιερομάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερομάντης οι ιερομάντες
      γενική του ιερομάντη των ιερομαντών
    αιτιατική τον ιερομάντη τους ιερομάντες
     κλητική ιερομάντη ιερομάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιερομάντης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερομάντης[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + μάντης

Ουσιαστικό

ιερομάντης αρσενικό

Συγγενικά

  • ιερομαντεία

 και δείτε τη λέξη μάντης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.