-μαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -μαντεία οι -μαντείες
      γενική της -μαντείας των -μαντειών
    αιτιατική τη(ν) -μαντεία τις -μαντείες
     κλητική -μαντεία -μαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-μαντεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μαντεία < αρχαία ελληνική μαντεία και (λόγιο δάνειο) γαλλική -mancie < υστερολατινική -mantie < ελληνιστική κοινή -μαντεία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /manˈdi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μαντεία

Επίθημα

-μαντεία θηλυκό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μαντεία στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -μαντεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.