μαντεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαντεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαντεύω , πρτ.: μάντευα, στ.μέλλ.: θα μαντέψω, αόρ.: μάντεψα

  1. προλέγω τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον, προφητεύω
  2. βρίσκω την απάντηση σε ένα ερώτημα με τη διαίσθηση περισσότερο ή βασιζόμενος στην τύχη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.