προμάντεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προμάντεμα | τα | προμαντέματα |
| γενική | του | προμαντέματος | των | προμαντεμάτων |
| αιτιατική | το | προμάντεμα | τα | προμαντέματα |
| κλητική | προμάντεμα | προμαντέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμάντεμα < ελληνιστική κοινή προμάντευμα < αρχαία ελληνική προμαντεύω < πρό + μάντις
Μεταφράσεις
προμάντεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.