μαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαντικός η μαντική το μαντικό
      γενική του μαντικού της μαντικής του μαντικού
    αιτιατική τον μαντικό τη μαντική το μαντικό
     κλητική μαντικέ μαντική μαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαντικοί οι μαντικές τα μαντικά
      γενική των μαντικών των μαντικών των μαντικών
    αιτιατική τους μαντικούς τις μαντικές τα μαντικά
     κλητική μαντικοί μαντικές μαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

μαντικός < αρχαία ελληνική μαντικός,ή,όν

Επίθετο

μαντικός

  1. ο σχετικός με τη μαντεία
  2. ο σχετικός με το μάντι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.