μαντευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαντευτικός | η | μαντευτική | το | μαντευτικό |
| γενική | του | μαντευτικού | της | μαντευτικής | του | μαντευτικού |
| αιτιατική | τον | μαντευτικό | τη | μαντευτική | το | μαντευτικό |
| κλητική | μαντευτικέ | μαντευτική | μαντευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαντευτικοί | οι | μαντευτικές | τα | μαντευτικά |
| γενική | των | μαντευτικών | των | μαντευτικών | των | μαντευτικών |
| αιτιατική | τους | μαντευτικούς | τις | μαντευτικές | τα | μαντευτικά |
| κλητική | μαντευτικοί | μαντευτικές | μαντευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- μαντευτικός < αρχαία ελληνική
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαντευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.