λαλάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαλάω < λαλ(ώ) + νεότερη κατάληξη -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλῶ, συνηρημένος τύπος του λαλέω < πιθανόν, ηχομιμητική λέξη πρωτοϊνδοευρωπαϊκής αρχής - περισσότερα στο λαλέω

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαλάω

Ρήμα

λαλάω, -είς.../λαλώ, πρτ.: λαλούσα/λάλαγα, αόρ.: λάλησα, παθ.φωνή: λαλιέμαι/λαλούμαι, π.αόρ.: λαλήθηκα, μτχ.π.π.: λαλημένος

  1. (για άνθρωπο) μιλάω
    Δε μιλάει, δε λαλάει...
  2. (για ζώο) κραυγάζω με χαρακτηριστική τρόπο
  3. (για πουλί) κελαηδάω ή κράζω
    Χαράματα λάλησε ο κόκορας.
    (προφορικό. για μουσικό όργανο) ηχώ, βγάζω ήχο, παίζω όργνο
    Ας λαλήσουν τα όργανα! Ξεκινάει το γλέντι. Λάλα το το κλαρίνο σου, κλαριτζή!
  4. (προφορικό, ιδιωματισμός, ιδίως στον τύπο λαλάω) αδυνατώ να κάνω οτιδήποτε
    Έχω λαλήσει από την κούραση. (είμαι εξοντωμένος)
  5. (προφορικό, ιδιωματισμός, ιδίως στον τύπο λαλάω) τα χάνω, τρελαίνομαι
    Μην τον ακούς, έχει λαλήσει ο άνθρωπος.

Εκφράσεις

  • είπα και ελάλησα

Παροιμίες

  • όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
λαλ- 
  • -λαλία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λαλία στο Βικιλεξικό

και

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.