τρελαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρελαίνω
Ρήμα
τρελαίνομαι
- γίνομαι τρελός, χάνω προσωρινά ή μόνιμα την ικανότητα να σκέφτομαι λογικά, παθαίνω ψυχολογική διαταραχή
- έχω πολύ ή υπερβολικό ενθουσιασμό για κάτι, μου αρέσει πολύ
- ο Γιάννης τρελαίνεται για πατατάκια
- θυμώνω πολύ με κάτι
- ο Γιώργος τρελάθηκε μόλις είδε την κοπέλα του να φιλιέται με τον Άλεξ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρελαίνομαι | τρελαινόμουν(α) | θα τρελαίνομαι | να τρελαίνομαι | ||
| β' ενικ. | τρελαίνεσαι | τρελαινόσουν(α) | θα τρελαίνεσαι | να τρελαίνεσαι | (τρελαίνου) | |
| γ' ενικ. | τρελαίνεται | τρελαινόταν(ε) | θα τρελαίνεται | να τρελαίνεται | ||
| α' πληθ. | τρελαινόμαστε | τρελαινόμαστε τρελαινόμασταν |
θα τρελαινόμαστε | να τρελαινόμαστε | ||
| β' πληθ. | τρελαίνεστε | τρελαινόσαστε τρελαινόσασταν |
θα τρελαίνεστε | να τρελαίνεστε | (τρελαίνεστε) | |
| γ' πληθ. | τρελαίνονται | τρελαίνονταν τρελαινόντουσαν |
θα τρελαίνονται | να τρελαίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τρελάθηκα | θα τρελαθώ | να τρελαθώ | τρελαθεί | ||
| β' ενικ. | τρελάθηκες | θα τρελαθείς | να τρελαθείς | |||
| γ' ενικ. | τρελάθηκε | θα τρελαθεί | να τρελαθεί | |||
| α' πληθ. | τρελαθήκαμε | θα τρελαθούμε | να τρελαθούμε | |||
| β' πληθ. | τρελαθήκατε | θα τρελαθείτε | να τρελαθείτε | τρελαθείτε | ||
| γ' πληθ. | τρελάθηκαν τρελαθήκαν(ε) |
θα τρελαθούν(ε) | να τρελαθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τρελαθεί | είχα τρελαθεί | θα έχω τρελαθεί | να έχω τρελαθεί | τρελαμένος | |
| β' ενικ. | έχεις τρελαθεί | είχες τρελαθεί | θα έχεις τρελαθεί | να έχεις τρελαθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τρελαθεί | είχε τρελαθεί | θα έχει τρελαθεί | να έχει τρελαθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρελαθεί | είχαμε τρελαθεί | θα έχουμε τρελαθεί | να έχουμε τρελαθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τρελαθεί | είχατε τρελαθεί | θα έχετε τρελαθεί | να έχετε τρελαθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τρελαθεί | είχαν τρελαθεί | θα έχουν τρελαθεί | να έχουν τρελαθεί | ||
Μεταφράσεις
τρελαίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.