τρελαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρελαίνω

Ρήμα

τρελαίνομαι

  1. γίνομαι τρελός, χάνω προσωρινά ή μόνιμα την ικανότητα να σκέφτομαι λογικά, παθαίνω ψυχολογική διαταραχή
  2. έχω πολύ ή υπερβολικό ενθουσιασμό για κάτι, μου αρέσει πολύ
    ο Γιάννης τρελαίνεται για πατατάκια
  3. θυμώνω πολύ με κάτι
    ο Γιώργος τρελάθηκε μόλις είδε την κοπέλα του να φιλιέται με τον Άλεξ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.