αλαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλαλία οι αλαλίες
      γενική της αλαλίας των αλαλιών
    αιτιατική την αλαλία τις αλαλίες
     κλητική αλαλία αλαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλαλία < νεολατινική alalia < αρχαία ελληνική λαλιά

Ουσιαστικό

αλαλία θηλυκό

  1. αδυναμία ομιλίας
  2. σιωπή
    Αλαλία για τα ντοκουμέντα, απειλές για μηνύσεις (*)
     συνώνυμα: αλαλιά, αγλωσσία, αφασία, βουβαμάρα, μουγγαμάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.