παραλαλώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραλαλό τα παραλαλά
      γενική του παραλαλού των παραλαλών
    αιτιατική το παραλαλό τα παραλαλά
     κλητική παραλαλό παραλαλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλαλώ < ελληνιστική κοινή παραλαλέω / παραλαλῶ

Ρήμα

παραλαλώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.