αλάλητα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αλάλητα
<
αλάλητος
Επίρρημα
αλάλητα
χωρίς να μιλάμε, χωρίς να βγάλουμε
λαλιά
(χρησιμποιείται συχνότερα το
βουβά
)
Μεταφράσεις
αλάλητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αλάλητα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αλάλητο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.