λαλῶ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λαλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλῶ, συνηρημένος τύπος του λαλέω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: λαλώ > λαλάω

Ρήμα

λαλῶ

  1. μιλάω (λαλώ), συζητάω, συνομιλώ
  2. (στη μέση φωνή) αποκαλούμαι, λέγομαι
  3. διακηρύσσω, διαλαλώ
  4. κηρύσσω, διδάσκω
  5. διηγούμαι
  6. ισχυρίζομαι
  7. διαδίδω φήμη
  8. καταγγέλλω, αναφέρω (όπως σε έγγραφο)
  9. συγκαλώ
  10. συνεχίζω, εξακολουθώ
  11. (για ήχο)
    1. αντηχώ, βροντά, κροτώ
    2. απαγγέλλω
    3. ψάλλω
    4. (για πουλί) λαλάω
  12. (για ζώο) προχωράω ορμητικά, πιλαλάω

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
λαλ- 
  • πιθανόν, για εκδοχή ετυμολογίας: πιλαλῶ & συγγενικά

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

λαλῶ

Απόγονοι

λαλῶ (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: λαλῶ
νέα ελληνικά: λαλώ > λαλάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.