καταλαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταλαλιά | οι | καταλαλιές |
| γενική | της | καταλαλιάς | των | καταλαλιών |
| αιτιατική | την | καταλαλιά | τις | καταλαλιές |
| κλητική | καταλαλιά | καταλαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταλαλιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καταλαλιά < αρχαία ελληνική καταλαλέω / καταλαλῶ + -ιά. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + λαλιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.laˈʎa/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λα‐λιά
Ουσιαστικό
καταλαλιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) κακολογία, συκοφαντία
- ※ Ο αντισημιτισμός, που ενδημούσε παλαιόθεν στις χώρες της χριστιανικής Ευρώπης, βρήκε τη φρικώδη κορύφωσή του στο Ολοκαύτωμα. Η υποβόσκουσα εχθρότης έναντι των Εβραίων, προϊόν δαιμονοποίησης με θρησκευτική αφετηρία, καθώς και η καταλαλιά για ορισμένα στοιχεία της συμπεριφοράς τους (τοκογλυφία, αυτοπροστατευτική απομόνωση κ.ά.), εξηγήσιμα ως παράγοντες επιβίωσης σε συχνά άξενο περιβάλλον, κωδικοποιήθηκαν εγκληματικά από τη χιτλερική Γερμανία και συγκρότησαν το πιο χυδαίο κατηγορώ εναντίον ανθρώπων, με αφορμή την καταγωγή τους. Η φρίκη του Ολοκαυτώματος ήταν η μοιραία συνέπεια της εγκληματικής ναζιστικής λογικής, που στιγματίζει ανεξίτηλα την πεπολιτισμένη Ευρώπη. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 02.08.2014)
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καταλαλιᾱ́ | αἱ | καταλαλιαί | ||||
| γενική | τῆς | καταλαλιᾶς | τῶν | καταλαλιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | καταλαλιᾷ | ταῖς | καταλαλιαῖς | ||||
| αιτιατική | τὴν | καταλαλιᾱ́ν | τὰς | καταλαλιᾱ́ς | ||||
| κλητική ὦ! | καταλαλιᾱ́ | καταλαλιαί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταλαλιᾱ́ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταλαλιαῖν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καταλαλιά (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταλαλέω / καταλαλ(ῶ) + -ιά < κατά + λαλέω / λαλῶ < λάλος
Πηγές
- καταλαλιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταλαλιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.