καταλαλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταλαλητής οι καταλαλητές
      γενική του καταλαλητή των καταλαλητών
    αιτιατική τον καταλαλητή τους καταλαλητές
     κλητική καταλαλητή καταλαλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταλαλητής < μεσαιωνική ελληνική καταλαλητής < αρχαία ελληνική καταλαλέω

Ουσιαστικό

καταλαλητής αρσενικό (θηλυκό: καταλαλήτρα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.