κράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κράζω < αρχαία ελληνική κράζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k(V)r-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾa.zo/

Ρήμα

κράζω

  1. (για πουλιά) βγάζω (δυνατή) φωνή ή κραυγή (σαν του κόρακα)
     συνώνυμα: κρώζω
  2. (για ανθρώπους) φωνάζω (δυνατά και διαπεραστικά)
  3. φωνάζω, καλώ, προσκαλώ κάποιον
    Άξαφνα όμως άκουσε μια φωνή που έκραξε τ’ όνομά της. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
  4. (μεταφορικά) αποδοκιμάζω, γιουχάρω
  5. (μεταφορικά) μαλώνω, επιπλήττω
  6. (μεταφορικά) προμοτάρω πιεστικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.