λαλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαλητής οι λαλητές
& λαλητάδες
      γενική του λαλητή των λαλητών
& λαλητάδων
    αιτιατική τον λαλητή τους λαλητές
& λαλητάδες
     κλητική λαλητή λαλητές
& λαλητάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαλητής < λαλώ + -τής

Ουσιαστικό

λαλητής αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) τραγουδιστής
  2. (ιδιωματικό) οργανοπαίκτης

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαλητής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.