προλαλήσας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προλαλήσας & προλαλήσαντας |
η | προλαλήσασα | το | προλαλήσαν |
| γενική | του | προλαλήσαντος & προλαλήσαντα |
της | προλαλήσασας & προλαλησάσης* |
του | προλαλήσαντος |
| αιτιατική | τον | προλαλήσαντα | την | προλαλήσασα | το | προλαλήσαν |
| κλητική | προλαλήσας & προλαλήσαντα |
προλαλήσασα | προλαλήσαν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προλαλήσαντες | οι | προλαλήσασες | τα | προλαλήσαντα |
| γενική | των | προλαλησάντων | των | προλαλησασών | των | προλαλησάντων |
| αιτιατική | τους | προλαλήσαντες | τις | προλαλήσασες | τα | προλαλήσαντα |
| κλητική | προλαλήσαντες | προλαλήσασες | προλαλήσαντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προλαλήσας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προλαλήσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του προλαλῶ (συζητάω πρώτος), συνηρημένος τύπος του προλαλέω
Μετοχή
προλαλήσας, -ασα, -αν
- (λόγιο) που ήδη μίλησε προηγουμένως (σε μια συζήτηση)
- ↪ Θα συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα, που υποστήριξε ότι...
- άλλες μορφές: προλαλήσαντας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προλαλήσᾱς | ἡ | προλαλήσᾱσᾰ | τὸ | προλαλῆσᾰν |
| γενική | τοῦ | προλαλήσᾰντος | τῆς | προλαλησᾱ́σης | τοῦ | προλαλήσᾰντος |
| δοτική | τῷ | προλαλήσᾰντῐ | τῇ | προλαλησᾱ́σῃ | τῷ | προλαλήσᾰντῐ |
| αιτιατική | τὸν | προλαλήσᾰντᾰ | τὴν | προλαλήσᾱσᾰν | τὸ | προλαλῆσᾰν |
| κλητική ὦ! | προλαλήσᾱς | προλαλήσᾱσᾰ | προλαλῆσᾰν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | προλαλήσᾰντες | αἱ | προλαλήσᾱσαι | τὰ | προλαλήσᾰντᾰ |
| γενική | τῶν | προλαλησᾰ́ντων | τῶν | προλαλησᾱσῶν | τῶν | προλαλησᾰ́ντων |
| δοτική | τοῖς | προλαλήσᾱσῐ(ν) | ταῖς | προλαλησᾱ́σαις | τοῖς | προλαλήσᾱσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | προλαλήσᾰντᾰς | τὰς | προλαλησᾱ́σᾱς | τὰ | προλαλήσᾰντᾰ |
| κλητική ὦ! | προλαλήσᾰντες | προλαλήσᾱσαι | προλαλήσᾰντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προλαλήσᾰντε | τὼ | προλαλησᾱ́σᾱ | τὼ | προλαλήσᾰντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | προλαλήσᾰ́ντοιν | τοῖν | προλαλησᾱ́σαιν | τοῖν | προλαλησᾰ́ντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
προλαλήσας, -ασα, -αν (ελληνιστική κοινή)
- μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος προλαλῶ (προλαλέω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.