παραλαλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραλαλικός | η | παραλαλική | το | παραλαλικό |
| γενική | του | παραλαλικού | της | παραλαλικής | του | παραλαλικού |
| αιτιατική | τον | παραλαλικό | την | παραλαλική | το | παραλαλικό |
| κλητική | παραλαλικέ | παραλαλική | παραλαλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραλαλικοί | οι | παραλαλικές | τα | παραλαλικά |
| γενική | των | παραλαλικών | των | παραλαλικών | των | παραλαλικών |
| αιτιατική | τους | παραλαλικούς | τις | παραλαλικές | τα | παραλαλικά |
| κλητική | παραλαλικοί | παραλαλικές | παραλαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
παραλαλικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.