λαλίστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαλίστατος η λαλίστατη το λαλίστατο
      γενική του λαλίστατου της λαλίστατης του λαλίστατου
    αιτιατική τον λαλίστατο τη λαλίστατη το λαλίστατο
     κλητική λαλίστατε λαλίστατη λαλίστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαλίστατοι οι λαλίστατες τα λαλίστατα
      γενική των λαλίστατων των λαλίστατων των λαλίστατων
    αιτιατική τους λαλίστατους τις λαλίστατες τα λαλίστατα
     κλητική λαλίστατοι λαλίστατες λαλίστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαλίστατος < αρχαία ελληνική, υπερθετικός βαθμός του λάλος

Επίθετο

λαλίστατος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.