λαλητό

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

λαλητό ουδέτερο

  1. η ομιλία, οι φωνές, οι κραυγές
    η Ασήμω, και τήραγε στα μακριά το κάτω χωριό, το χριστιανικό, κι άκουγε τα λαλητά που γεμίζουν τον αέρα σε κάθε χωριού γειτονιά (Αργύρης Εφταλιώτης, Η μαζώχτρα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαλητό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.