αντίλαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντίλαλος | οι | αντίλαλοι |
| γενική | του | αντίλαλου | των | αντίλαλων |
| αιτιατική | τον | αντίλαλο | τους | αντίλαλους |
| κλητική | αντίλαλε | αντίλαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντίλαλος αρσενικό
- η ηχώ, η αντανάκλαση κάποιου ήχου μετά από την πρόσκρουσή του σε ένα μακρινό εμπόδιο
- η διακριτή ηχητική επανάληψη (σε αντίθεση με την αντήχηση που οι επαναλήψεις της δεν είναι σαφώς διακριτές)
- Ταυτόσημο: ηχώ
- (σπάνιο) (μεταφορικά) η έμμεση συνέπεια κάποιας ενέργειας ή γεγονότος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.