αλαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλαλιά οι αλαλιές
      γενική της αλαλιάς των αλαλιών
    αιτιατική την αλαλιά τις αλαλιές
     κλητική αλαλιά αλαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλαλιά < άλαλος + -ία

Ουσιαστικό

αλαλιά θηλυκό

  1. αλαλία
  2. σιωπή
  3. ανοησία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.