λαλέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λαλέω < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂-, (ηχομιμητική λέξη) [1] [2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: από το λαλῶ μεσαιωνικά ελληνικά: λαλῶ νέα ελληνικά: λαλώ, λαλάω

Ρήμα

λαλέω / λαλῶ

  1. φλυαρώ, πολυλογώ
  2. τερετίζω, τιτιβίζω
  3. βγάζω άναρθρους ήχους
  4. μιλάω, λέω
  5. διηγούμαι

Συγγενικά

(Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)

Αναφορές

  1. λαλέω σελ. 807, λαλέω σελ. 808 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. λαλώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.