ηχώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ηχώ
      γενική της ηχώς
& ηχούς
    αιτιατική την ηχώ
     κλητική ηχώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

ηχώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠχώ

Ουσιαστικό

ηχώ θηλυκό

  • φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο ένας ήχος αντανακλάται σε ένα εμπόδιο που απέχει περισσότερο από 17 μέτρα από την πηγή του και επιστρέφοντας ακούγεται διακριτά και συνήθως με πολλαπλές επαναλήψεις (σε αντίθεση με την αντήχηση η οποία δεν εμφανίζει διακριτές επαναλήψεις)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ηχώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠχῶ, συνηρημένος τύπος του ἠχέω

Ρήμα

ηχώ, πρτ.: ηχούσα, αόρ.: ήχησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) εκπέμπω ήχο, κροτώ, βροντώ
      1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
  2. ακούγομαι με έναν ορισμένο τρόπο
    Το γέλιο της ηχούσε στ' αυτιά του σαν γλυκιά μουσική.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.