λαλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λαλώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλῶ, συνηρημένος τύπος του λαλέω < πιθανόν, ηχομιμητική λέξη πρωτοϊνδοευρωπαϊκής αρχής - περισσότερα στο λαλέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λώ
- τονικό παρώνυμο: λάλο
Συγγενικά
- → δείτε το ετυμολογικό πεδίο στο λαλάω
Μεταφράσεις
λαλώ
|
→ δείτε τη λέξη λαλάω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.