ηχομιμητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηχομιμητικός | η | ηχομιμητική | το | ηχομιμητικό |
| γενική | του | ηχομιμητικού | της | ηχομιμητικής | του | ηχομιμητικού |
| αιτιατική | τον | ηχομιμητικό | την | ηχομιμητική | το | ηχομιμητικό |
| κλητική | ηχομιμητικέ | ηχομιμητική | ηχομιμητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηχομιμητικοί | οι | ηχομιμητικές | τα | ηχομιμητικά |
| γενική | των | ηχομιμητικών | των | ηχομιμητικών | των | ηχομιμητικών |
| αιτιατική | τους | ηχομιμητικούς | τις | ηχομιμητικές | τα | ηχομιμητικά |
| κλητική | ηχομιμητικοί | ηχομιμητικές | ηχομιμητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηχομιμητικός < ηχο- + μιμητικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική lautnachahmend [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.xo.mi.mi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐χο‐μι‐μη‐τι‐κός
Επίθετο
ηχομιμητικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη μίμηση ορισμένων ήχων
- (γλωσσολογία) για λέξεις που δημιουργούνται με ονοματοποιία
- ↪ Η λέξη γαβ είναι ηχομιμητική.
Συνώνυμα
- Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ηχομιμητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.