ηχομιμητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχομιμητικός η ηχομιμητική το ηχομιμητικό
      γενική του ηχομιμητικού της ηχομιμητικής του ηχομιμητικού
    αιτιατική τον ηχομιμητικό την ηχομιμητική το ηχομιμητικό
     κλητική ηχομιμητικέ ηχομιμητική ηχομιμητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχομιμητικοί οι ηχομιμητικές τα ηχομιμητικά
      γενική των ηχομιμητικών των ηχομιμητικών των ηχομιμητικών
    αιτιατική τους ηχομιμητικούς τις ηχομιμητικές τα ηχομιμητικά
     κλητική ηχομιμητικοί ηχομιμητικές ηχομιμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηχομιμητικός < ηχο- + μιμητικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική lautnachahmend [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.xo.mi.mi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηχομιμητικός

Επίθετο

ηχομιμητικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

  • Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.