εξοντωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξοντωμένος | η | εξοντωμένη | το | εξοντωμένο |
| γενική | του | εξοντωμένου | της | εξοντωμένης | του | εξοντωμένου |
| αιτιατική | τον | εξοντωμένο | την | εξοντωμένη | το | εξοντωμένο |
| κλητική | εξοντωμένε | εξοντωμένη | εξοντωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξοντωμένοι | οι | εξοντωμένες | τα | εξοντωμένα |
| γενική | των | εξοντωμένων | των | εξοντωμένων | των | εξοντωμένων |
| αιτιατική | τους | εξοντωμένους | τις | εξοντωμένες | τα | εξοντωμένα |
| κλητική | εξοντωμένοι | εξοντωμένες | εξοντωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξοντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοντώνω
Μεταφράσεις
εξοντωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.