λάσπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λάσπη | οι | λάσπες |
| γενική | της | λάσπης | των | λασπών |
| αιτιατική | τη | λάσπη | τις | λάσπες |
| κλητική | λάσπη | λάσπες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λάσπη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λάσπη < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Ουσιαστικό
λάσπη θηλυκό
- μείγμα από χώμα και νερό, η παχύρρευστη μορφή που παίρνει το χώμα όταν δεχτεί μεγάλη ποσότητα βροχής
- ※ Ἀλλ' ἔξαφνα μὲς στὴ βοὴ γενναῖο παλληκάρι / καβάλλα σὲ μοναστηριοῦ ἀβάστακτο μουλάρι, / ὡς τὸν ἀρχαῖον ἄγγελον τοῦ Μαραθῶνος τρέχει / κι' εἰς τοῦ Σταυροῦ τοὺς μαχητὰς φωνάζει ὅτι βρέχει. / Βροχὴ καὶ λάσπη πλάκωσε... κρῖμα καὶ πάλι κρῖμα... / κάτω ἀμέσως τἄρματα, μὴν προχωρῆτε βῆμα.
- μείγμα από χώμα, νερό και άλλα υλικά (όπως τσιμέντο άχυρα, ασβέστη), ως οικοδομικό υλικό
- το παχύρρευστο κατακάθι που σχηματίζεται στον πυθμάνα δοχείων ή κοιλοτήτων με νερό
- (μεταφορικά) η μορφή που παίρνουν κάποια υλικά (π.χ. ζυμαρικά, ρύζι), όταν παραβράσουν
- (μεταφορικά) η συκοφαντία
- (μεταφορικά) η ανηθικότητα, η ανήθικη ζωή
Συνώνυμα
- ιλύς (λόγιο)
Εκφράσεις
- κόβω λάσπη
- είμαι λάσπη
Συγγενικά
- Λέξεις με λασπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
όπως ενδεικτικά
- αλάσπωτος
- αξελάσπωτος
- λασπάς
- λασπερός
- Λάσπη (τοπωνύμιο)
- λασπιάζω, λασπιάζομαι
- λάσπινος
- λασπιτζής
- λασπογή
- λασπουδερός
- λασπουριά
- λασπώδης, λασπώδες
- λάσπωμα
- λασπωμένος
- λασπώνω, λασπώνομαι
- λασπωτήρας
- ξελάσπωμα
- ξέλασπος
- ξελασπωμένος
- ξελασπωμός
- ξελασπώνω, ξελασπώνομαι
- ξελάσπωτος
Σύνθετα
- απολασπώνω
- καταλασπωμένος
- καταλασπώνω, καταλασπώνομαι
με πρώτο συνθετικό λασπ- λασπο- λασπερο-, όπως
- λασπερόδρομος
- λασπερόχρωμος
- λασποβριθής
- λασποβροχή
- λασπολογία, λασπολόγος, λασπολογώ
- λασπόλουτρο
- λασπομαχία, λασπομάχος
- λασπονέρι, λασπόνερο
- λασποτόπι, λασπότοπος
- λασπόχτιστος
με δεύτερο συνθετικό λάσπη, όπως
- αχυρόλασπη
- καρβουνόλασπη
- κρασόλασπη
- μπαρουτόλασπη
- τσιμεντολάσπη
Μεταφράσεις
λάσπη
|
Αναφορές
- λάσπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λάσπη < άγνωστης ετυμολογίας[1]
- Έχουν προταθεί αβέβαιες συνδέσεις όπως: [2] (ελληνιστική κοινή) ἑλεσπίς (έλος), αρχαία ελληνική θλάσπις (είδος βοτάνου), αρχαία ελληνική λάπη
Ουσιαστικό
λάσπη θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
- λάσπην (αιτιατική ενικού)
- λάσπες (πληθυντικός)
Παράγωγα
Αναφορές
- λάσπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- λάσπη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)