λασπωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λασπωτήρας οι λασπωτήρες
      γενική του λασπωτήρα των λασπωτήρων
    αιτιατική τον λασπωτήρα τους λασπωτήρες
     κλητική λασπωτήρα λασπωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λασπωτήρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λασπωτήρας αρσενικό

  • εξάρτημα τροχοφόρου οχήματος που τοποθετείται πίσω από τις ρόδες με σκοπό να σταματάει τα νερά ή τις λάσπες που πετάγονται όταν το όχημα κινείται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.