συκοφαντία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συκοφαντία | οι | συκοφαντίες |
| γενική | της | συκοφαντίας | των | συκοφαντιών |
| αιτιατική | τη | συκοφαντία | τις | συκοφαντίες |
| κλητική | συκοφαντία | συκοφαντίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συκοφαντία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συκοφαντία < συκοφάντης< σῦκον + φαίνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ko.fanˈdi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐κο‐φα‐ντί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : συ‐κο‐φαν‐τί‐α
Ουσιαστικό
συκοφαντία θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συκοφάντης, σύκο και φαίνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συκοφαντίᾱ | αἱ | συκοφαντίαι |
| γενική | τῆς | συκοφαντίᾱς | τῶν | συκοφαντιῶν |
| δοτική | τῇ | συκοφαντίᾳ | ταῖς | συκοφαντίαις |
| αιτιατική | τὴν | συκοφαντίᾱν | τὰς | συκοφαντίᾱς |
| κλητική ὦ! | συκοφαντίᾱ | συκοφαντίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συκοφαντίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συκοφαντίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- συκοφαντία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συκοφαντία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.