ιλύς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιλύς οι ιλύες
      γενική της ιλύος των ιλύων
    αιτιατική την ιλύ τις ιλύες
     κλητική ιλύ
& ιλύς
ιλύες
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και την αρχαία κλίση «ἡ ἰλύς».
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιλύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰλύς

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιλύς
τονικά παρώνυμα: ύλης, ίλης

Ουσιαστικό

ιλύς θηλυκό

  1. (λόγιο) η λάσπη
  2. υγρά απόβλητα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.